«Σήμερα
το πρωί, η βρύση δεν έτρεχε νερό.
Πλουφ,
πλουφ, δυο ρεψιματάκια σαν νεογέννητου και μετά τίποτα.
Χτύπησα στη
γειτόνισσα: στο δικό τους σπίτι όλα κανονικά. Μήπως κλείσατε την κεντρική βάνα,
μου είπε. Εγώ; Δεν ξέρω καν που είναι, έχω λίγο καιρό που μένω εδώ, ξέρετε, και
γυρνάω σπίτι το βραδάκι. Θεέ μου, μα όταν φεύγετε για μια βδομάδα, δεν κλείνετε
το νερό και το αέριο; Όχι. Είναι μεγάλη απερισκεψία· μπορώ να περάσω; Θα σας δείξω.
Άνοιξε το
ντουλαπάκι κάτω απ’ το νιπτήρα, κούνησε κάτι και το νερό ξανάρθε. Βλέπετε; Το είχατε
κλείσει. Συγγνώμη, είμαι πολύ αφηρημένος. Αχ, εσείς οι σινγκλ! Έξοδος της γειτόνισσας
που πια μιλάει κι αυτή αγγλικά.
Ψυχραιμία!
Δεν υπάρχουν πόλτεργκαϊστ παρά μόνο στις ταινίες. Και σίγουρα δεν είμαι
υπνοβάτης, αφού και υπνοβάτης να ήμουνα, δε θα ήξερα την ύπαρξη αυτής της βάνας,
αλλιώς θα την είχα χρησιμοποιήσει και ξύπνιος, γιατί το ντους χάνει και
κινδυνεύω πάντα να περάσω τη νύχτα άγρυπνος, ακούγοντας συνεχώς εκείνη τη
σταγόνα, λες και βρίσκομαι στη Βαλντεμόσα. Πράγματι, ξυπνάω συχνά τη νύχτα,
σηκώνομαι και πάω να κλείσω την πόρτα του μπάνιου και την άλλη ανάμεσα στην
κρεβατοκάμαρα και την είσοδο, για να μην ακούω αυτές τις καταραμένες
σταλαγματιές.
Δε μπορεί
να ήταν βραχυκύκλωμα (αφού η βάνα λειτουργεί με το χέρι) ούτε κάνα ποντίκι, που
ακόμα και να τύχαινε να περάσει από κει, δε θα ‘χε τη δύναμη να μετακινήσει τη
βάνα. Είναι ένας σιδερένιος τροχός παλιού τύπου (τα πάντα σ’ αυτό το διαμέρισμα
έχουν τουλάχιστο μισό αιώνα ηλικία) και επιπλέον είναι σκουριασμένος. Επομένως χρειαζόταν
ένα χέρι. Ανθρωποειδούς. Και δεν έχω τζάκι απ’ όπου θα μπορούσε να περάσει ο
πίθηκος της οδού Μόργκ.
Ας το
πάρουμε λογικά. Κάθε αιτιατό έχει το αίτιό του, έτσι λένε τουλάχιστον. Ας απορρίψουμε
την εκδοχή του θαύματος, δε βλέπω για ποιο λόγο ο Θεός ν’ ασχοληθεί με το ντους
μου, δεν είναι δα και η Ερυθρά Θάλασσα. Επομένως, για ένα φυσικό αιτιατό μια
φυσική αιτία. Χτες το βράδυ, προτού ξαπλώσω, πήρα ένα Stilnox με ένα ποτήρι νερό. Επομένως,
μέχρι εκείνη την ώρα το νερό υπήρχε ακόμα. Σήμερα το πρωί δεν υπήρχε πια. Επομένως,
αγαπητέ Γουάτσον, κάποιος έκλεισε τη βάνα μες στη νύχτα – και δεν ήσουν εσύ. Κάποιος,
κάποιοι μπήκαν στο σπίτι μου και φοβήθηκαν όχι ότι θα με ξυπνούσε ο δικός τους θόρυβος
(ήταν πολύ αλαφροπάτητοι), αλλά το πρελούδιο της σταγόνας που ενοχλούσε και τους
ίδιους· ίσως και ν’ απόρησαν πως και δεν ξυπνούσα. Έτσι, οι παμπόνηροι έκαναν
αυτό που θα έκανε και η γειτόνισσα: έκλεισαν το νερό.
Και μετά;
Τα βιβλία είναι βαλμένα με τη συνηθισμένη τους αταξία, θα μπορούσαν να περάσουν
οι μυστικές υπηρεσίες της μισής υφηλίου και να τα ξεφυλλίσουν ένα προς ένα και
δε θα το έπαιρνα χαμπάρι. Είναι άσκοπο να κοιτάξω τα συρτάρια ή να ανοίξω τη
ντουλάπα της εισόδου. Αν ήθελαν να ανακαλύψουν κάτι, τη σήμερον ημέρα ένα είναι
αυτό που πρέπει να κάνουν: να ψάξουν στο κομπιούτερ. Ίσως, για να μη χάσουν
χρόνο, να αντέγραψαν τα πάντα και να γύρισαν στο σπίτι τους. Και τώρα, έχοντας
ανοίξει και ξανανοίξει κάθε έγγραφο, να συνειδητοποίησαν ότι δεν υπάρχει τίποτα
που να τους ενδιαφέρει στο κομπιούτερ.
Τι ελπίζανε
να βρουν; Είναι προφανές – θέλω να πω ότι δε βλέπω άλλη εξήγηση – ότι έψαχναν
κάτι σχετικό με την εφημερίδα. Δεν είναι ανόητοι, θα σκέφτηκαν ότι…»
Ουμπέρτο
Έκο
Φύλλο
μηδέν
Εκδόσεις
Ψυχογιός, 2015