Σε τρία σημεία της Παλαιάς Διαθήκης, τόσο στο εβραϊκό πρωτότυπο όσο και στη συριακή μετάφραση των Ο’, εμφανίζεται μία μυστηριώδης λέξη από την ασβεστική γλώσσα (ένα αρχαίο περσικό ιδίωμα): «παράδεισος», το όνομα του χαμένου εκείνου τόπου όπου ο άνθρωπος ήταν ευτυχισμένος.
Ο μύθος της χαμένης ευτυχίας και της χαμένης χώρας δεν περιορίζεται σε εβραϊκές, συριακές κι ελληνικές πηγές, παρά αποτελεί μέρος ενός συμπλέγματος μύθων που απλώνεται σε μία μεγάλη γεωγραφική ζώνη, από τις ακτές της Μεσογείου ως την καρδιά της Πρόσω Ασίας. Οι σημαντικότεροι μυθολόγοι, γλωσσολόγοι και θρησκειολόγοι της εποχής μας συμφωνούν σήμερα ότι ο «Κήπος της Εδέμ» δε βρισκόταν ούτε στη Μεσοποταμία, όπως πίστευαν το 19ο αι., ούτε σε ένα συγκεκριμένο τόπο, παρά περιγράφει μία ορισμένη μορφή κοινωνικής ζωής, που ίσως υπήρχε άλλοτε σ’ ολόκληρη αυτήν την περιοχή.
Οι Σουμέριοι μιλούν για μία χώρα όπου ο άνθρωπος ζούσε ευχαριστημένος και χωρίς επιθυμίες πριν από την εποχή του κατακλυσμού. Ο Γκιλγκαμές, ο Βαβυλώνιος ήρωας, βρήκε αυτόν τον ευτυχισμένο κόσμο κατά τη διάρκεια των περιπλανήσεών του, αλλά έχασε το μαγικό λουλούδι που φύτρωνε εκεί κι έτσι δε μπόρεσε να ξαναβρεί ποτέ το δρόμο του. Οι Εβραίοι συνέδεαν την πίστη τους στην έλευση του Μεσσία με την ελπίδα ότι θα ξανάφερνε τις αρετές που είχε ο άνθρωπος σ’ εκείνη τη χαμένη εποχή. […]
Αλλά ποιες ήταν οι αρετές εκείνης της χαμένης εποχής; Το παράξενο στους μύθους για τη «χρυσή εποχή» είναι ότι δε μιλούν για μία όλβια χώρα του πλούτου και της αφθονίας – πράγμα που θα μπορούσαμε να περιμένουμε, αν λάβουμε υπόψη μας τη μεγάλη φτώχεια των λαών της αρχαιότητας – παρά μάλλον για ένα κόσμο λιτότητας: αχρονικό, σταθερό, ατάραχο, χωρίς ανάγκες και απαιτήσεις, αλλά επίσης ήπιο και αξιοπρεπή. Έναν κόσμο χωρίς ιδιαιτερότητες, αλλά και χωρίς ιδιοτροπίες. Χωρίς ατομικότητα, αλλά και χωρίς εκκεντρισμό. Χωρίς ιδιοκτησία, αλλά και χωρίς απληστία και κλοπή. […]
Οι αρετές λοιπόν που περιγράφουν αυτοί οι μύθοι δεν είναι αρετές της προσωπικότητας – προσωπικότητα δεν υπήρχε ακόμα εκείνη την εποχή, γιατί η αμοιβαία εξάρτηση ήταν τόσο μεγάλη που κανένας δε μπορούσε να συλλάβει την ιδέα της προσωπικής αυτοδυναμίας. Ήταν μία κοινωνία από ίσους, αλλά αυτοί οι ίσοι συνδέονταν μεταξύ τους τόσο στενά με δεσμούς αίματος, ώστε το «εγώ» δεν ξεχώριζε εντελώς από το «εσύ». […]
Δεν ήταν ευτυχισμένος κόσμος, γιατί η ευτυχία μπορεί να νοηθεί μόνο ως αντίθεση της δυστυχίας, και η δυστυχία δεν είχε διεισδύσει ακόμα στη συνείδηση αυτής της σχεδόν ολότελα αδιαφοροποίητης κοινότητας. […]
Αυτή η πραγματικότητα ήταν η ελεύθερη, σχεδόν ανέμελη ζωή των προϊστορικών ανθρώπων που ζούσαν από τη λεηλασία της φύσης. Στην τελευταία μεσοπαγετώδη περίοδο, […] υπήρχε μία τεράστια έκταση πεδινής εύφορης γης, με ήπιο κλίμα, που εκτεινόταν από το Αιγαίο ως το Ινδουκούς. Αυτήν την απέραντη πεδιάδα τη διέτρεχαν, ελεύθερα και ανεμπόδιστα, γυναίκες που μάζευαν καρπούς ή σκότωναν μικρά ζώα και οι άνδρες τους, που κυνηγούσαν με πρωτόγονο τρόπο. Όποτε η τροφή τους γινόταν σπανιότερη, δεν είχαν παρά να πάνε πιο πέρα. Ο κόσμος τους φαινόταν απεριόριστος κι ανεξάντλητα εύφορος.
Από τους μύθος του Αιγαίου και της προσωασιατικής ενδοχώρας του μπορούμε να αναπλάσουμε μία ορισμένη μορφή σεξουαλικής ζωής, που αποτελεί κοινό παρονομαστή των αναμνήσεων από το χαμένο παράδεισο της προϊστορίας και διαφέρει ριζικά από τις μεταγενέστερες κρυφές επιθυμίες της ανθρωπότητας […].
Η θύμηση αυτή (αν είναι θύμηση) φαίνεται ότι συνδέεται με το αίσθημα της απόλυτης συναισθηματικής ασφάλειας, σε μία κοινότητα που ακόμα δεν είχε ανακαλύψει την ατομικότητα, την ετερότητα, την απομόνωση και τη μοναξιά. Από την άλλη μεριά μπορούμε να ανιχνεύσουμε σε εκείνη την αρχέγονη κοινότητα μία σεξουαλικότητα που δεν κυριαρχείται ακόμα από την πόλωση ανάμεσα στα δύο φύλα […]. Όπως φαίνεται, η σχέση έμοιαζε περισσότερο με τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στη μητέρα και το παιδί παρά με τη σημερινή σχέση ανάμεσα στον άνδρα και τη γυναίκα. […] Οι άνθρωποι τότε δεν είχαν συνειδητοποιήσει ακόμα την αιτιακή σχέση ανάμεσα στο ζευγάρωμα και τη γονιμοποίηση. Το παιδί ήξερε τη μητέρα του, όχι όμως τον πατέρα του […].
Αυτό που περιγράφει η βίβλος ως «προπατορικό αμάρτημα» ήταν η ανακάλυψη του «εγώ», η συνειδητοποίηση του ατόμου ότι είναι κάτι διαφορετικό από την κοινότητα. Με τη συνειδητοποίηση του εγώ αρχίζει η απαγόρευση της αιμομιξίας και με την απαγόρευση της αιμομιξίας ο άνθρωπος αρχίζει να σκέφτεται ταξικά. […] Όποιος θέλει να ζευγαρώνει μόνο με τον Α, όχι όμως με το Β, χωρίζει την ανθρωπότητα σε δύο τάξεις: την ανώτερη, που είναι ελκυστική, και την κατώτερη, η επαφή με την οποία αποκλείεται. Έτσι μπαίνουν τα θεμέλια της ιεραρχίας, αλλά και της αμοιβαίας εκμετάλλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου