Ήταν το Τέλμα του Διαβόλου, το Φρανσουά λε Σαμπί, η Μικρή Φαντέτ και Οι Καμπανοκρούστες. Η γιαγιά μου, καθώς έμαθα αργότερα, είχε αρχικά διαλέξει τα ποιήματα του Μυσσέ, έναν τόμο του Ρουσσώ και την Ινδιάνα˙ γιατί ενώ θεωρούσε τα φτηνά αναγνώσματα το ίδιο βλαβερά όσο τις καραμέλες και τα γλυκά, δεν πίστευε πως οι μεγάλες πνοές της μεγαλοφυΐας θα είχαν στο πνεύμα ενός παιδιού μιαν επίδραση πιο επικίνδυνη και λιγότερο τονωτική απ’ ότι πάνω στο κορμί του το ύπαιθρο και ο καθαρός αέρας. Όμως επειδή ο πατέρας μου τη χαρακτήρισε σχεδόν τρελή σαν έμαθε τα βιβλία που ήθελε να μου χαρίσει, επέστρεψε ι ίδια στο βιβλιοπωλείο του Ζουί-λε-Βικόντ για να μην τύχει και χάσω το δώρο μου […] κι έτσι περιορίστηκε στα τέσσερα αγροτικά μυθιστορήματα της Γεωργίας Σάνδη. «Κόρη μου», έλεγε στη μαμά, «δε μπορώ να δεχτώ να δώσω σ\ αυτό το παιδί κάτι κακογραμμένο.»
Πραγματικά, δε δεχόταν ποτέ ν’ αγοράσει κάτι που δεν θα μπορούσε να προσφέρει μία πνευματική ωφέλεια, και κυρίως αυτήν που μας παρέχουν τα ωραία πράγματα καθώς μας διδάσκουν ν’ αναζητούμε τις απολαύσεις μας έξω απ’ τις ικανοποιήσεις του πλούτου και της ματαιότητας. Ακόμα κι όταν έπρεπε να προσφέρει σε κάποιον ένα δώρο, καθώς λένε, χρήσιμο, όταν έπρεπε να χαρίσει μία πολυθρόνα, ένα σερβίτσιο, ένα μπαστούνι, γύρευε να βρει «αντίκες», λες και, αφού από την αχρηστία είχαν χάσει το χαρακτήρα της ωφελιμότητας, ήταν στη διάθεσή μας πιότερο για να μας διηγηθούν τη ζωή ανθρώπων μιας άλλης εποχής παρά να εξυπηρετήσουν τις απαιτήσεις της δικής μας. Θα της άρεσε να ‘χα στο δωμάτιό μου φωτογραφίες από τα ωραιότερα μνημεία και τοπία. Τη στιγμή όμως που ήταν να τις αγοράσει, και μόλο που το θέμα τους είχε αισθητική αξία, έβρισκε πως η χυδαιότητα και η χρησιμότητα έπαιρναν πάλι γρήγορα τη θέση τους στο μηχανικό τρόπο της αναπαράστασης, τη φωτογραφία. Προσπαθούσε να βρει ένα τέχνασμα ώστε, αν δε μπορούσε να εξαφανίσει την εμπορική χυδαιότητα, τουλάχιστον να την περιορίσει, να την υποκαταστήσει, σε μεγάλο ποσοστό, πάλι με την τέχνη, να προσφέρει επάλληλα «στρώματα» τέχνης: αντί για φωτογραφίες με τον καθεδρικό ναό της Σάρτρ, τα σιντριβάνια του Σαιν-Κλου, το Βεχούβιο, ζητούσε να μάθει απ’ τον Σουάν μήπως κάποιος μεγάλος ζωγράφος τα είχε αναπαραστήσει και προτιμούσε να μου δώσει φωτογραφίες απ’ τον καθεδρικό ναό της Σαρτρ ζωγραφισμένο απ’ τον Κορό, τα σιντριβάνια του Σαιν-Κλου απ’ τον Υμπερ Ρομπέρ, το Βεζούβιο από τον Τέρνερ, γιατί έτσι είχαν ένα πρόσθετο βαθμό τέχνης. Όμως ενώ είχε παραμερίσει το φωτογράφο απ’ την αναπαράσταση του αριστουργήματος ή της φύσης και τον είχε αντικαταστήσει μ’ ένα μεγάλο καλλιτέχνη, ο φωτογράφος έκανε πάλι την εμφάνισή του στην αναπαραγωγή αυτής της ερμηνείας. Μόλο που είχε κατορθώσει να περιορίσει όσο γινόταν την εμπορική χυδαιότητα, η γιαγιά μου προσπαθούσε να την περιορίσει κι άλλο. Ρωτούσε τον Σουάν μήπως το έργο είχε αποδοθεί σε χαρακτική και προτιμούσε, όταν ήταν δυνατό, παλιές γκραβούρες που είχαν πρόσθετο ενδιαφέρον πέρα απ’ την ίδια τους την αξία, όπως, ας πούμε, οι γκραβούρες που παριστάνουν ένα αριστούργημα σε μία κατάσταση στην οποία δε μπορούμε να το δούμε πια (παράδειγμα η γκραβούρα του Μυστικού Δείπνου του Λεονάρντο από τον Μογκέν, πριν χάσει τη λάμψη του).
Marcel Proust
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου