Στρασβούργο, 3 Δεκεμβρίου 1527
Την πρωτοαντικρίζω στον κήπο του τεράστιου σπιτιού του κυρίου Βάις. Πίσω από μία κολόνα, χωρίς να με βλέπει, παρατηρώ το ευγενικό προφίλ της, τα πυκνά μαλλιά της που τα ‘χει λυτά, τα λεπτά δάχτυλα στην άκρη της γούρνας.
Ένας γάτος τρίβεται στο φουστάνι της. Τα χάδια της μοιάζουν να είναι οι επαναλαμβανόμενες κινήσεις μιας τελετουργίας και τα μουρμουριστά λόγια σαν λόγια ιεροτελεστίας. Υπάρχει κάτι αλλόκοτο στις κινήσεις της, μια ανεμελιά ανεπιτήδευτη, απίθανη και γοητευτική.
Βγαίνω απ’ την κρυψώνα μου στο φως που πέφτει από ψηλά, μα πίσω από την πλάτη της, χωρίς να με βλέπει. Καθώς γλιστράω ξυστά από δίπλα της, μου ‘ρχεται αυτή η έντονη γυναικεία ευωδιά, αυτό το μεθυστικό μείγμα από λεβάντα και εκκρίσεις, αυτό το σταυροδρόμι μεταξύ ουρανού και γης, κόλασης και παραδείσου, που μέσα σε μία στιγμή μας συνεπαίρνει και μας ανασταίνει.
Γεμίζω τα ρουθούνια μου και την παρατηρώ από κοντά.
Μια χλιαρή φωνή:
- Σε μεθάει η περίοδος άνθρωπέ μου;
Γυρνάει αργά προς το μέρος μου, με μαύρα λαμπερά μάτια.
Εγώ εμβρόντητος:
- Η μυρωδιά σου…
- Είναι η μυρωδιά των ευτελών πραγμάτων: της κοπριάς που ανασκαλεύεται, των εκκρίσεων του σώματος, του αίματος, της μελαγχολίας.
Βουτάω το χέρι μου στη γούρνα με το παγωμένο νερό. Τα μάτια της τραβάνε το βλέμμα μου. Το στόμα της είναι μια παράξενη καμπύλη, χαραγμένη πάνω στο ωοειδές πρόσωπο.
- Της μελαγχολίας είπες;
Κοιτάζει το γάτο.
- Ναι. Έτυχε να δεις τον πίνακα του δασκάλου Ντίρερ;
- Έχω δει το Imitatio Christi, τον ζωγραφικό κύκλο πάνω στην Αποκάλυψη…
- Όχι όμως το μελαγχολικό άγγελο. Ειδεμή θα ήξερες πως είναι γυναίκα.
- Τι είπες;
- Έχει γυναικεία χαρακτηριστικά. Η μελαγχολία είναι γυναίκα.