Πέμπτη 30 Μαΐου 2013

Η απόφαση ή η θεωρία του "έφτασε ο κόμπος στο χτένι"

Μια απόφαση που όταν παρθεί θα αλλάξουν κάποια δεδομένα στη ζωή σου, θεωρητικά, είναι σημαντική. Σημαντικότερο είναι ίσως το χρονικό διάστημα και οι σκέψεις που το γεμίζουν μέχρι να την πάρεις. Σκέφτεσαι, για παράδειγμα, να μετακομίσεις. Το φιλοσοφείς από ‘δω, το ψειρίζεις από ‘κει, ενθουσιάζεσαι με τα θετικά. Σκέφτεσαι το νέο σπίτι. Θα το διαλέξεις καλύτερα αυτή τη φορά, να μην είναι ούτε πολύ μικρό, σαν εκείνη τη γκαρσονιέρα που νοίκιαζες κάποτε που δε μπορούσε να ‘ρθει ένας άνθρωπος για καφέ, ούτε πολύ μεγάλο, σαν εκείνο που είχες τρομάξει να το ζεστάνεις. Θα τσεκάρεις σίγουρα τα υδραυλικά, να μη θες ένα κάρο λεφτά με το που μπεις για βρύσες και θερμοσίφωνες, αλλά και τη ντουλάπα, να μπορείς ν’ αποθηκεύεις τα πράγματά σου όταν αλλάζουν οι εποχές. Φαντάζεσαι τον νέο χώρο, ότι θα τον φτιάξεις καλύτερο από τον τωρινό, ώστε να σε αντιπροσωπεύει περισσότερο. Ναι, θα έχεις λιγότερα πράγματα, αλλά θα τα ‘χεις διαλέξει ένα προς ένα. Αναρωτιέσαι πως θα είναι η νέα γειτονιά. Σίγουρα δεν θα ήθελες τον ιδιοκτήτη πάνω στο σβέρκο σου ή καμία απελπισμένη γιαγιά που θα κρέμεται από την καθημερινότητά σου και τη ζωή σου. Θα περάσεις από απανωτά σκανναρίσματα τον νέο ιδιοκτήτη. Θα ζυγίσεις πόσο θα σου πρήξει τα συκώτια ο ένας και πόσο ο άλλος και θα διαλέξεις αυτόν που θα σου τα πρήξει λιγότερο. Πάνω που είχες ενθουσιαστεί, μετράς όλες αυτές τις παραμέτρους. Και σου βγαίνουν πολλές και δύσκολο να ικανοποιηθούν όλες. Σου περνάει πάντα από το μυαλό ότι «καλά είμαι μωρέ…», έχω συνηθίσει, έχω τακτοποιηθεί στη γωνιά μου, που να τρέχω τώρα…Συνεχίζεις, τότε, να το ψειρίζεις, σκεπτόμενος τα θετικά του τωρινού σπιτιού και μπερδεύεσαι εντελώς. Αυτή η κατάσταση της αναποφασιστικότητας θα μπορούσε (θεωρητικά) να συνεχιστεί για πάντα. Ή θα μπορούσες να αναθέσεις τη λύση της στη μοίρα ή τύχη, όταν για παράδειγμα θα σε διώξει ο ιδιοκτήτης γιατί χρειάζεται το σπίτι για «ίδια χρήση». Εξαρτάται, λοιπόν, από το πόσο πολύ σε «τρώει» η μετακόμιση. Πόσο την έχεις ανάγκη. Και πόσο αντέχεις στο αυτομαστίγωμα της αναποφασιστικότητας. Κι εδώ έρχεται να «κουμπώσει» η θεωρία μου (μία από τις πολλές) του «έφτασε ο κόμπος στο χτένι». Όταν θα συμβεί αυτό, θα είσαι πια σίγουρος για το τι θες. Ό,τι κι αν είναι αυτό, είτε να μείνεις, ή να φύγεις.

Πέμπτη 23 Μαΐου 2013

Οι δύο πίνακες


Είχα μία συζήτηση μ’ ένα φίλο περί συντροφικών σχέσεων κι εκείνος περιέγραψε με γλαφυρό τρόπο το θέμα, ώστε με κινητοποίησε να γράψω κάτι γι’ αυτό. Μ’ ένα μικρό προλογάκο, θα πω ότι δεν έχω πρόθεση να τσουβαλιάσω. Κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός και δεν ισχύουν όλα για όλους! Μου έλεγε, λοιπόν, ότι στην αρχή μιας σχέσης, φέρνει ο καθένας τον πίνακά του. Του έχει πάρει καιρό να τον ζωγραφίσει, περιγράφοντας μέσα από αυτόν τις εμπειρίες που έχει ζήσει, εκφράζοντας το χαρακτήρα και την ψυχή του. Βρίσκονται αυτοί οι δύο άνθρωποι σιγά σιγά στον ίδιο χώρο και συνεχίζουν να προσθέτουν μικρές πινελιές εδώ κι εκεί, ο καθένας στον πίνακά του. Παρότι αρχίζουν ν’ αποκτούν κάποιες κοινές εμπειρίες, οι πινελιές στους δύο πίνακες είναι σχεδόν απίθανο ν’ αποδοθούν με τον ίδιο τρόπο. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα κοιτάζει ο ένας τον πίνακα του άλλου. Εκεί υπάρχει η δυνατότητα να συμβούν δύο πράγματα. Το ένα είναι να σκεφτεί ο καθένας τους «κοίτα πως απεικόνισε αυτό το γεγονός ο άλλος…χμ, ενδιαφέρον», να προβληματιστεί θετικά και τελικά να χαρεί με τον πλούτο που προσφέρει η διαφορετικότητα. Αν κάνουν κάποια παρόμοια σκέψη και οι δύο, η σχέση ωφελείται, και συνεχίζουν τη δημιουργική διαδικασία. Σ’ ένα άλλο σενάριο, συνήθως η γυναίκα, ξεκινάει με κάποιες μικρές συμβουλές, του τύπου «τι ωραία που έχεις απεικονίσει τον ουρανό…νομίζω χρειάζεται να προσθέσεις κι έναν ήλιο». Κοιτάει απορημένος ο άντρας τον πίνακά του και λέει «μπα, δεν το είχα σκεφτεί έτσι». Η γυναίκα ίσως επιμείνει και πει «μα πως δεν το σκέφτηκες; Αφού ζωγράφισες τον ουρανό και τα σύννεφα και τα πουλιά, πως είναι δυνατόν να μη σχεδιάσεις και τον ήλιο;». Ο άντρας θα ξανακοιτάξει τον πίνακα κι ίσως σκεφτεί « δε μου πέρασε από το μυαλό να βάλω έναν ήλιο στον πίνακά μου, αλλά δε βαριέσαι; Εδώ που τα λέμε, θα μπορούσε να υπάρχει κι ένας ήλιος», έτσι απαντά θετικά και βάζει την πρώτη πινελιά κατά την υπόδειξη της γυναίκας. Οι μικρές και φαινομενικά ακίνδυνες υποδείξεις της γυναίκας και παραιτήσεις του άντρα συνεχίζονται, ώστε μετά από καιρό, ο πίνακας του άντρα να έχει αποκτήσει μία τελείως διαφορετική όψη. Ο άντρας έχει παραιτηθεί από την κοπιαστική διαδικασία του να σκεφτεί και τελικά να ζωγραφίσει αυτό που θέλει και η γυναίκα έχει αποκτήσει τον έλεγχο των δύο πινάκων (μαζί με την κούραση που τους  συνοδεύει).