Όταν έγιναν γνωστά τα σχέδια του νέου μουσείου που επρόκειτο να
κατασκευαστεί στο Bilbao (Μπιλμπάο) της Ισπανίας, οι Βάσκοι βγήκαν στους
δρόμους να εναντιωθούν και να καταγγείλουν τον «αμερικάνικο» ιμπεριαλισμό. Η
μορφή της πόλης στην οποία είχαν ζήσει και με την οποία είχαν δημιουργήσει την
τοπική τους ταυτότητα περιλάμβανε μία λαβυρινθώδη πόλη της ύστερης μεσαιωνικής περιόδου,
όπως και το εντυπωσιακό θέατρο Arriaga (Αριάγκα) σε νέο-μπαρόκ ρυθμό. Το νέο κτίριο
φάνταζε μεταλλικό, ψυχρό και σαν ακανόνιστο διαστημόπλοιο. Δεκάξι χρόνια
αργότερα το μουσείο Guggenheim (Γκούγκενχαϊμ) είναι διάσημο και προσελκύει
περισσότερους επισκέπτες εξαιτίας της αρχιτεκτονικής του μορφής και λιγότερο
για το περιεχόμενο της συλλογής του.
Η εναντίωση των κατοίκων της πόλης αφορούσε
ταυτόχρονα, και ίσως σε σημαντικότερο βαθμό, το φόβο της απώλειας περισσότερων
θέσεων εργασίας στη βιομηχανία, βασικό οικονομικό τομέα της πόλης μέχρι τότε, λόγω
των σχεδίων της πολιτείας να δώσει έμφαση και άρα οικονομικούς πόρους στον νέο
αυτό εγχείρημα. Το Bilbao ήταν μία πόλη που στηριζόταν στη
βαριά βιομηχανία της (χαλυβουργία και ναυπηγική), είχε πολλή μόλυνση και από τη
δεκαετία του ’80, λόγω της παγκόσμιας κρίσης στον τομέα αυτό είχε οδηγηθεί σε
μαρασμό. Μετά από εξουθενωτικές κρατικές επιχορηγήσεις ώστε να κρατηθεί
ζωντανή, συντελέστηκε το «θαύμα». Η απόφαση, αποτέλεσμα μιας τριμερούς
συνεργασίας, δηλαδή ενός μεγάλου πολιτιστικού ιδρύματος, της πολιτικής βούλησης
κι ενός αρχιτέκτονα, οδήγησε στο να γίνει μία προσέγγιση του Μουσείου Guggenheim
στη Νέα Υόρκη που αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, και να ζητήσουν να κάνουν
παράρτημα στην πόλη τους που ήδη είχε μουσεία με συλλογές ανεκτίμητης αξίας. Σκοπός
ήταν η δημιουργία του Μουσείου Guggenheim να συμπεριλάβει την πόλη ανάμεσα σε άλλους πολιτιστικούς
προορισμούς.
Ο καναδο-αμερικανός αρχιτέκτονας Frank Gehry (Φρανκ
Γκέρι) εμπνεύστηκε ένα μουσείο φιλόδοξο, σαν μνημειακό γλυπτό, με όψη χαοτική
και αφηρημένη. Ένα κτίριο με κίνηση και σε κίνηση χαρακτηριστικό σήμερα δείγμα
του αρχιτεκτονικού ρεύματος της «αποδόμησης» (deconstruction). Κατασκευασμένο
με βασικό υλικό το τιτάνιο και την πέτρα από τα τοπικά λατομεία, το δημιούργημα
του διάσημου αρχιτέκτονα χτίστηκε στην παλιά βιομηχανική ζώνη του Bilbao για να στεγάσει έργα μοντέρνας
τέχνης του ιδρύματος Solomon Guggenheim.
Ο όρος της αποδόμησης, που αντιστέκεται από μόνος
του στην ιδέα οποιασδήποτε προσπάθειας απόδοσης κάποιου επίσημου ορισμού,
αναπτύχθηκε από τον Γάλλο φιλόσοφο Jacque Derrida στα μέσα του
20ου αιώνα, και αφορά διαφορετικές «προσεγγίσεις» και «αναγνώσεις» του
κειμένου. Η αποδόμηση περισσότερο επικεντρώνεται στην ασάφεια και
στην αντίφαση του νοήματος, ενώ φιλοδοξεί να αποκαλύψει τα πολλαπλά επίπεδα
νοήματος στη γλώσσα.
Το ρεύμα της αποδόμησης στην αρχιτεκτονική είναι
ουσιαστικά μία εξέλιξη του μεταμοντερνισμού που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας
του ‘80. Κοινό σημείο αναφοράς των κτιρίων είναι ο κατακερματισμός, η αλλοίωση
των επιφανειών, η ιδέα της διάσπασης, η μη γραμμική πορεία σχεδιασμού καθώς και
η μη- ευκλείδεια γεωμετρία. Το τελικό οπτικό αποτέλεσμα των κτιρίων
χαρακτηρίζεται από το στοιχείο του απρόβλεπτου και του ελεγχόμενου χάους.
Ευτυχώς
οι αντιδράσεις της τοπικής κοινωνίας αυτή τη φορά διαψεύστηκαν και το μουσείο
να συνεισέφερε αποτελεσματικά στα οικονομικά όχι μόνο της πόλης αλλά και της
χώρας (των Βάσκων). Το 2010, χρονιά παγκόσμιας ύφεσης, το Guggenheim προσείλκυσε
περίπου 1 εκατ. επισκέπτες, 6% περισσότερους από το 2009. Σύμφωνα με επίσημα
στοιχεία, ο τζίρος γύρω από το πολιτιστικό αυτό κέντρο ανέρχεται σε 193.228.895
ευρώ και συμβάλλει στην τοπική οικονομία, μόνο σε φόρους, 26.315.843 ευρώ. Κατά
το 67% είναι πλέον αυτοχρηματοδοτούμενο. Σε περίοδο δε που η ανεργία καλπάζει,
συντηρεί 3.853 θέσεις εργασίας (στοιχεία του έτους 2010).
Τελικά
η επίδραση του Μουσείου στην πόλη αποδείχθηκε
μοναδική. Την έχει κάνει γνωστή σε όλο τον κόσμο, έχει φέρει εκατομμύρια
επισκέπτες και όλοι μιλούν για το θαύμα του Bilbao. Οι κάτοικοι ένιωσαν υπερήφανοι για τον
τόπο τους και ανταπέδωσαν αυτό το συναίσθημα, με δημιουργική διάθεση και αντίληψη
συλλογικότητας. Πολλές πόλεις έχουν
προσπαθήσει να το επαναλάβουν με λιγότερη επιτυχία, όπως το «μητρικό» Μουσείο στη Νέα Υόρκη και τα «παραρτήματά» του στο Βερολίνο και τη Βενετία, ενώ ένα
ακόμα κατασκευάζεται στο Αμπού Ντάμπι.
Πηγές: