Μέρος δεύτερο
«Αν θέλουμε να εξηγήσουμε το βουδισμό με δύο λέξεις θα λέγαμε ότι είναι
εξάσκηση της σκέψης».
Το τελευταίο σημάδι καθόρισε τη
ζωή του Σιντάρτα, αφού αποφάσισε να εγκαταλείψει τη ζωή στο παλάτι, τη γυναίκα
του και το παιδί του και να ψάξει να βρει απαντήσεις για τη ζωή. Ξεκίνησε το
ταξίδι του προς τη γνώση, αφού έβγαλε πρώτα όλα τα κοσμήματα και τα ρούχα του,
κούρεψε τα μακριά μαλλιά του και φόρεσε κουρέλια. Ο Σιντάρτα ήταν πρώτη φορά
μόνος. Όταν πήγε στις πόλεις αντιμετώπισε δυσκολίες. Συνειδητοποίησε ακόμα
περισσότερο ότι τα βάσανα είναι κάτι που βιώνουν όλοι οι άνθρωποι σε κάθε
κοινωνία. Συνειδητοποίησε ότι δε μπορούσε να βρει απάντηση σ’ αυτό μέσω της
βραχμανικής πίστης, με την οποία ζούσαν τότε οι άνθρωποι κι έτσι αποφάσισε να
την προκαλέσει. Οι βραχμάνοι ιερείς είχαν μία κατοχυρωμένη θέση στην κοινωνία
τότε και ο Σιντάρτα θέλησε η λύση στα βάσανα της ζωής να είναι εφικτή σε όλους
κι όχι σε λίγους εκλεκτούς, όπως στη βραχμανική παράδοση. Ο Βούδας διαφώνησε με
τους βραχμάνους. Είπε ότι δε γεννιέσαι, αλλά γίνεσαι βραχμάνος, διάγοντας καλή
ζωή. Δε γεννιέσαι παρείσακτος, γίνεσαι, διάγοντας άσχημη ζωή. Είναι σαν να λες
στη σύγχρονη κοινωνία, ότι ευγενής δεν είναι ο γόνος μίας συγκεκριμένης
οικογένειας, αλλά αυτός που συμπεριφέρεται καθώς πρέπει.
Στην αναζήτησή του ο Σιντάρτα
ταξίδεψε στη Β. Ινδία, αναζητώντας έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής που θα τον
βοηθούσε να ξεπεράσει τα βάσανα που έβλεπε γύρω του. Ενδιαφερόταν για κάθε νέα
φιλοσοφία, αλλά ήθελε να προχωρήσει ακόμα παραπέρα, να φτάσει στα βάθη του
μυαλού του. Για να το καταφέρει αυτό, αποφάσισε να επικεντρωθεί στην τεχνική
του διαλογισμού, αναζητώντας τους κορυφαίους γκουρού της εποχής του. Τα πιο
διαδεδομένα είδη διαλογισμού προϋπέθεταν υποβολή σε διάφορες πιέσεις, όπως ο
έλεγχος της αναπνοής και η νηστεία. Σκοπός ήταν η επίτευξη αυτού που ονομάζουμε
τροποποιημένες συνειδησιακές καταστάσεις. Λέγεται ότι ο Σιντάρτα ήταν τόσο
καλός στο διαλογισμό που συγκέντρωσε γύρω του μία ομάδα πέντε μαθητών, και οι
δάσκαλοι του ζητούσαν ν’ αναλάβει τις σχολές τους. Ο Σιντάρτα δε μπόρεσε να
καλυφθεί μ’ αυτόν τον τρόπο, αφού δε βρήκε λύση στα βάσανα της ζωής και τη
μετενσάρκωση. Έτσι, αποφάσισε να εξερευνήσει κι άλλες τεχνικές. Αυτή τη φορά
δοκίμασε τον αυστηρό ασκητισμό. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να νηστεύει, να μην
πλένεται και να διαλογίζεται κρατώντας την αναπνοή για μεγάλο διάστημα. Οι
ασκητές λιμοκτονούσαν, ακρωτηριάζονταν. Ξεπερνώντας την προσκόλληση στο σώμα,
θεωρούσαν ότι απελευθερώνονταν. Ο Σιντάρτα νήστεψε τόσο πολύ που κόντεψε να
πεθάνει από ασιτία. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησε ότι θα πέθαινε και δεν θα
κατόρθωνε τίποτα, δεν θα έλυνε το πρόβλημα. Δοκίμασε ό,τι διαθέσιμο υπήρχε,
αλλά δεν κατάφερε τίποτα. Τότε θυμήθηκε τον αυθόρμητο διαλογισμό των εφηβικών
του χρόνων και σκέφτηκε ότι ίσως ήταν ένας τρόπος αφύπνισης. Τυχαία συνάντησε
ένα μουσικό που κούρδιζε το σιτάρ του. Όταν η χορδή ήταν πολύ χαλαρή, δεν
έπαιζε, όταν ήταν πολύ τεντωμένη, έσπαζε. Σε μία ενδιάμεση θέση, ο ήχος
ακουγόταν μελωδικός. Ο Σιντάρτα και πάλι συνειδητοποίησε ότι αυτή η απλή
παρατήρηση δείχνει κάτι πολύ σημαντικό. Η μέση οδός θα τον οδηγούσε στην
πνευματική κατάσταση που ήθελε, σε μία κατάσταση αρμονίας, τη φώτιση. Η λύση
που βρήκε στο πώς να το επιτύχει αυτό είναι αυτό που αποκαλούμε «επίγνωση του
σώματος». Δηλαδή ούτε το αγνοείς, ούτε προσπαθείς να το υποτάξεις. Αυτές οι
σκέψεις τον οδήγησαν στην εξοχή.
Ταξίδεψε έξι χρόνια, βίωσε πόνο
και βάσανα κι είχε επεκτείνει τα όρια του μυαλού του. Ο Σιντάρτα έφτασε στο
Μπόντ Γκαγιά. Εδώ θα τελείωναν τα βάσανά του. Κάθισε κάτω από ένα δέντρο κι
ορκίστηκε να μη φύγει αν δεν έφτανε στη φώτιση. Αποφάσισε να σκεφτεί ήρεμα την
κατάσταση και να δει πως λειτουργεί η ζωή. Επικέντρωσε τις σκέψεις του στις
αργές κινήσεις της αναπνοής. Πως κινείται ο αέρας προς τη μύτη, τον εγκέφαλο
και καλμάρει, ταξινομεί και καθαρίζει το μυαλό. Το μυαλό του Σιντάρτα ήταν τόσο
συγκεντρωμένο που μπόρεσε να περάσει στο σκοτεινό υποσυνείδητό του. Εκεί
αντιμετώπισε το τελευταίο και μεγαλύτερο μαρτύριο. Ο δαίμονας Μάρα, ο άρχοντας
του Εγώ, εμφανίστηκε μπροστά του. Μπορούσε να κάνει κάθε τρόμο αληθινό στο
μυαλό του Σιντάρτα. Είναι σημαντικό να θυμηθούμε ότι ο βασιλιάς δαίμονας Μάρα
δεν είναι όπως ο Σατανάς της χριστιανικής πίστης επειδή δε βάζει τους πιστούς
σε πειρασμό ούτε είναι ο αντίπαλος του Θεού. Είναι οι ψυχολογικές δυνάμεις που
όλοι έχουμε μέσα μας. Ο Μάρα εξαπέλυσε επίθεση με μία στρατιά δαιμόνων που
έριχναν φλεγόμενα βέλη εναντίον του Σιντάρτα. Εκείνος όμως τα μετέτρεπε σε άνθη
λωτού κι έπεφταν γύρω του χωρίς να τον πλήττουν. Αφού απέτυχε, ο Μάρα επιχείρησε
να τον δελεάσει με τις κόρες του. Ο βασιλιάς δαίμονας τον βασάνισε με μία
φροϋδική έννοια του θανάτου και της επιθυμίας. Η επιθυμία είναι θάνατος και ο
θάνατος επιθυμία. Ο βασιλιάς δαίμονας του πρόσφερε τις τρεις κόρες του που
προκαλούσαν ταυτόχρονα πάθος ή πόθο και αποστροφή. Και τα δύο είναι εξίσου
άσχημα. Αν ντραπείς και φύγεις λέγοντας ότι σου προκαλεί αηδία δεν παύεις να
είσαι σκλάβος του πάθους. Εκείνος παρέμεινε ήρεμος κι απλώς τις κοιτούσε
αδιάφορα χωρίς να νιώθει έλξη ή αποστροφή. Το πρόσωπο των θυγατέρων του Μάρα
άρχισε να σαπίζει μπροστά στα μάτια του Σιντάρτα. Οι κακές κόρες χάθηκαν μέσα
στη γη. Μπορούμε να πούμε πως ο Βούδας αναγνώρισε ότι ο Μάρα ήταν μία πλευρά
του εαυτού του. Κι αυτή η αναγνώριση ήταν η φώτισή του. Λέγεται ότι η γη
σείστηκε όταν απομάκρυνε το δαίμονα.
Συνεχίζεται…
Το κείμενο είναι βασισμένο
αποκλειστικά σε ντοκυμαντέρ του BBC,
με ελληνική μετάφραση και η Μαρίτσα έκανε το ρεζουμέ.