"Ήταν σκληρός τύπος. Ένας νέγρος σε βαθιά γεράματα. Τσακισμένος, αλλά όχι κατεστραμμένος. Ζούσε στο 558 της οδού Σαν Λάσαρο και περνούσε όλη του τη μέρα καθισμένος σιωπηλά στην αναπηρική του πολυθρόνα, στο άνοιγμα της πόρτας, χαζεύοντας την κίνηση, αναπνέοντας το καυσαέριο από το πετρέλαιο και πουλώντας πακέτα τσιγάρα λίγο πιο φθηνά από τα μαγαζιά. Του αγόρασα ένα. Το άνοιξα και τον κέρασα, αλλά δεν ήθελε. Εγώ ήμουν ευδιάθετος. Ήδη με λίγα λεφτά στην τσέπη, ένα μπουκάλι ρούμι κι ένα πακέτο τσιγάρα, ο κόσμος άρχιζε να αλλάζει χρώμα. Το είπα αυτό στο γέρο και πιάσαμε την κουβέντα για κάμποση ώρα. Είχα μέσα μου μισό μπουκάλι ρούμι κι αυτό με έκανε ομιλητικό και χωρατατζή. Έπειτα από μία ώρα και κάμποσο ρούμι (τελικά δέχτηκε να πιει μαζί μου), ο γέρος μου έδωσε ένα στοιχείο: Είχε δουλέψει σε θέατρο.
«Σε ποιο; Στο Μαρτί;»
«Όχι. Στο Σαγκάη».
«Ααα. Και τι κάνατε εκεί; Λένε ότι ήταν με γυμνά κορίτσια και τέτοια. Είναι αλήθεια ότι το έκλεισαν αμέσως στο ξεκίνημα της Επανάστασης;»
«Ναι, αλλά εγώ είχαν ήδη πάψει να δουλεύω εκεί τότε. Εγώ ήμουν ο Σούπερμαν. Υπήρχε πάντοτε αφίσα μόνο για μένα: “Σούπερμαν, μοναδικός στον κόσμο, αποκλειστικά στο θέατρό μας”. Ξέρεις πόσος ήταν ο πούτσος μου σηκωμένος; Τριάντα εκατοστά. Ήμουν φαινόμενο. Έτσι με παρουσίαζαν: “Ένα φαινόμενο της φύσης…Ο Σούπερμαν…τριάντα εκατοστά, δώδεκα ίντσες, ένας Σούπερπ-πούτσος, ίσαμε ένα πόδι…μόνο για σας…Ο Σούπερμαν!”».
«Εσείς μόνος στη σκηνή;»
«Ναι. Μόνος. Έβγαινα τυλιγμένος σε μία μεταξωτή κάπα, κόκκινη και μπλε. Στη μέση της σκηνής σταματούσα μπροστά στο κοινό, άνοιγα την κάπα με μία κίνηση και στεκόμουν γυμνός, με τον πούτσο μου πεσμένο. Καθόμουν σε μία καρέκλα και φαινόταν ότι κοιτούσα το κοινό. Στην πραγματικότητα, κοίταζα μία λευκή ξανθιά, που μου την έβαζαν πίσω από κάτι κουρτίνες, πάνω σ’ ένα κρεβάτι. Αυτή η γυναίκα με τρέλαινε. Μαλακιζόταν και, όταν ήταν πια καυλωμένη, εμφανιζόταν ένας λευκός κι έκανε τα πάντα. Τα πάντα! Ήταν εκπληκτικό. Αλλά δεν τους έβλεπε κανείς. Ήταν μόνο για μένα. Παρακολουθώντας αυτό το σκηνικό, ο πούτσος μου σηκωνόταν, κόντευε να σκάσει και, χωρίς να τον ακουμπήσω καθόλου, τελείωνα. Ήμουν είκοσι χρονών και κάτι και έχυνα τόσο δυνατά που τα χύσια μου έφταναν στο κοινό στην πρώτη σειρά και κατάβρεχαν όλες τις αδερφές».
«Και το κάνατε αυτό κάθε βράδυ;»
«Κάθε βράδυ. Χωρίς να λείψω ούτε ένα. Έβγαζα καλά λεφτά και όταν έχυνα τόσο πολύ κι άνοιγα το στόμα κι άρχιζα να μουγκρίζω με τα μάτια γυρισμένα ανάποδα και σηκωνόμουν από την καρέκλα λες και ήμουν μαστουρωμένος, οι αδερφές τσακώνονταν για το ποιος θα λουστεί με την κρέμα μου, θαρρείς και ήταν σερπαντίνες στο καρναβάλι. Και τότε μου πετούσαν λεφτά στη σκηνή και χτυπούσαν τα πόδια τους στο πάτωμα και μου φώναζαν: “Μπράβο, μπράβο, Σούπερμαν!” Αυτό ήταν το κοινό μου κι εγώ ήμουν ένας καλλιτέχνης που τους έκανε ευτυχισμένους. Σάββατα και Κυριακές έβγαζα πιο πολλά, γιατί γέμιζε το θέατρο. Έφτασα να γίνω τόσο διάσημος που έρχονταν τουρίστες απ’ όλο τον κόσμο να με δουν».
«Και γιατί σταματήσατε;»
«Γιατί έτσι είναι η ζωή. Μία σε ανεβάζει και μία σε κατεβάζει. Στα τριάντα δύο μου χρόνια περίπου, το σπέρμα μου άρχισε να μειώνεται και μετά έφτασε κάποια στιγμή που δε μπορούσα α συγκεντρωθώ και μερικές φορές ο πούτσος μου έπεφτε και μετά ξανασηκωνόταν. Πολλά βράδια δε μπορούσα να τελειώσω. Είχα αρχίσει να χάνω τα μυαλά μου έπειτα από τόση πίεση όλα αυτά τα χρόνια. Έπαιρνα σκόνη από αποξηραμένη χελώνα καρέι, τζίνσενγκ˙ στο κινέζικο φαρμακείο της Σάνχα μου έφτιαχναν ένα σιρόπι αποτελεσματικό, αλλά με έκανε πολύ νευρικό. Κανείς δε μπορούσε να φανταστεί πόσο μου στοίχιζε το να κερδίζω τη ζωή μου με αυτόν τον τρόπο. Είχα τη γυναίκα μου. Αυτό που λένε “τον άνθρωπό μου”. Ήμασταν μαζί όλη μας τη ζωή, από τότε που έφτασα εγώ στην Αβάνα μέχρι που πέθανε, πριν από λίγους μήνες. Τέλος πάντων, εκείνη την εποχή, δε μπορούσα να χύσω με τη γυναίκα μου. Δεν κάναμε παιδιά. Η γυναίκα μου δεν είδε ποτέ το σπέρμα μου για δώδεκα χρόνια. Ήταν άγια γυναίκα. Ήξερε ότι αν γαμιόμασταν κανονικά κι εγώ έχυνα, το βράδυ δεν θα μπορούσα να κάνω το νούμερό μου στο Σαγκάη. Έπρεπε να συγκεντρώνω όλο το σπέρμα του εικοσιτετραώρου για την παράσταση του Σούπερμαν».
«Απίστευτη πειθαρχία».
«Ή πειθαρχία ή θα πέθαινα από την πείνα. Δεν ήταν εύκολο να βρεις τρόπο να βγάζεις το ψωμί σου την εποχή εκείνη.»
«Το ίδιο είναι και τώρα».
«Ναι, όπου φτωχός κι η μοίρα του».
«Και τι έγινε μετά;»
«Τίποτα. Έμεινα στο θέατρο για λίγο καιρό ακόμα, κάνοντας διάφορα γεμίσματα στο πρόγραμμα, ανέβασα ένα νούμερο με την ξανθιά τη λευκή και άρεσε στον κόσμο. Μας παρουσίαζαν ως “Ο Πουτσαράς και η Χρυσή Ξανθιά: Το πιο καυλιάρικο ζευγάρι στον κόσμο”. Αλλά δεν ήταν το ίδιο. Έβγαζα πολύ λίγα λεφτά μ’ αυτό. Μετά πήγα σε ένα τσίρκο. Έκανα τον παλιάτσο, φρόντιζα τα λιοντάρια, έκανα τον άνθρωπο-βάση για τους ισορροπιστές. Λίγο απ’ όλα. Η γυναίκα μου ήταν ράφτρα. Και μαγείρευε. Περάσαμε πολλά χρόνια έτσι. Δε βαριέσαι. Άτιμο πράμα η ζωή. Φέρνει πολλές βόλτες.»
Ήπιαμε το μπουκάλι. Με άφησε να μείνω εκεί εκείνο το βράδυ και την επόμενη μέρα του βρήκα μερικά περιοδικά πορνό. Ο Σούπερμαν ήταν επαγγελματίας ματάκιας. Ο μοναδικός άνθρωπος στον κόσμο που έβγαζε το ψωμί του κοιτάζοντας τους άλλους να γαμιούνται. Τα πηγαίναμε καλά και σκέφτηκα ότι θα του ’δινα χαρά μ’ εκείνα τα περιοδικά. Βάλθηκε να τα ξεφυλλίζει.
«Έχουν απαγορευτεί εδώ και τριάντα πέντε χρόνια. Σ’ αυτή τη χώρα, όπου να ‘ναι, θα απαγορευτεί ακόμα και το γέλιο. Εμένα μου άρεσαν και στη γυναίκα μου επίσης. Μας άρεσε να αυνανιζόμαστε κοιτάζοντας αυτές τις λευκές ξανθιές».
«Εκείνη ήταν νέγρα;»
«Ναι. Αλλά μια φινετσάτη νέγρα. Ήξερε να ράβει και να κεντάει και δούλεψε ως μαγείρισσα σε σπίτια πλουσίων. Δεν ήταν μια τυχαία νέγρα. Αλλά πήγαινε με τα νερά μου. Στο κρεβάτι είχε την ίδια τρέλα μ’ εμένα».
«Δε σ’ αρέσουν πια αυτά τα περιοδικά Σούπερμαν; Κράτησέ τα, σου τα χαρίζω».
«Όχι, όχι, παιδί μου. Τι να τα κάνω άλλωστε;…Κοίτα».
Σήκωσε μία μικρή κουβέρτα που κάλυπτε τα ακρωτηριασμένα του μέλη. Δεν είχε πια ούτε πέος ούτε αρχίδια. Ήταν όλα ακρωτηριασμένα μαζί με τα πόδια του. Όλα κομμένα, μέχρι και τα κόκαλα των γοφών. Δεν απέμενε τίποτα πια. Ένα λαστιχένιο σωληνάκι έβγαινε από το σημείο που ήταν κάποτε ο πούτσος του, από το οποίο κυλούσε μόνιμα μία σταγόνα ούρα σε μία πλαστική σακούλα που είχε δεμένη στη μέση του.
«Τι σας συνέβει;»
«Υψηλό σάκχαρο. Έπαθαν γάγγραινα και τα δύο πόδια. Και σιγά σιγά μου τα ακρωτηρίασαν. Μέχρι και τα’ αρχίδια. Δε μπορώ πια να λέω: “στ’ αρχίδια μου!”. Χα χα χα! Πριν, μάλιστα. Ήμουν τύπος με αρχίδια. Ο Σούπερμαν του Σαγκάη: Τώρα είμαι τελειωμένος, αλλά δε μπορούν να μου πάρουν αυτό που έζησα».
Και γελούσε με την καρδιά του. Κανένα ίχνος ειρωνείας. Τα πηγαίναμε καλά μ’ εκείνον το σκληρό, γέρο νέγρο που ήξερε να γελάει με την πάρτη του. Αυτό θέλω κι εγώ: Να μάθω να γελάω με την πάρτη μου. Πάντα, ακόμα κι αν μου κόψουν τα μπαλάκια."
Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες
Η βρόμικη τριλογία της Αβάνας