Το 1964 στη
Νέα Υόρκη η 28χρονη Κάθριν Τζενοβέζε σχόλασε απ’ τη δουλειά της σ’ ένα μπαρ και
κατά τις 3 τα ξημερώματα έφθασε στο σπίτι της. Πάρκαρε το αμάξι της στο χώρο
στάθμευσης κάτω από τη πολυκατοικία και κατευθύνθηκε προς την είσοδο. Κάποια
στιγμή αντιλήφθηκε μία ανδρική παρουσία πίσω της κι ενστικτωδώς πήγε προς τον
τηλεφωνικό θάλαμο της αστυνομίας που βρισκόταν στη γωνία. Η Κάθριν Τζενοβέζε
δεν κατάφερε ποτέ να φτάσει μέχρι το θάλαμο. Ο άνδρας, του οποίου η ταυτότητα
αναγνωρίστηκε αργότερα και ήταν ο Γουίνστον Μόουζλι, τη μαχαίρωσε στην πλάτη κι
ύστερα, όταν εκείνη γύρισε να τον αντικρύσει, στην κοιλιά. Εκείνη στρίγγλισε
και φώναξε δυνατά για βοήθεια. Αμέσως τα φώτα τρεμόπαιξαν στην πυκνοκατοικημένη
γειτονιά, αλλά κανείς δεν κατέβηκε να βοηθήσει. Μόνο κάποιος φώναξε «άσε ήσυχο
το κορίτσι». Έτσι ο Μόουζλι το ‘σκασε και η Κάθριν μαχαιρωμένη σύρθηκε μέχρι
την είσοδο ενός βιβλιοπωλείου. Τότε τα φώτα απ’ τα διαμερίσματα έσβησαν. Ο
Μόουζλι, αφού αφουγκράστηκε την ησυχία, επέστρεψε για ν’ αποτελειώσει το έργο
του. Βρήκε την Κάθριν και βάλθηκε α τη μαχαιρώνει ανοίγοντάς τη στα δύο στο
λαιμό και στα γεννητικά όργανα. Εκείνη ούρλιαξε ξανά. Τα φώτα των διαμερισμάτων
άναψαν ξανά. Όλοι όμως ήταν τόσο παρόντες όσο και απόντες. Ο Μόουζλι υποχώρησε
κι εκείνη κατάφερε να συρθεί μέχρι την είσοδο της πολυκατοικίας της. Μετά από
λίγα λεπτά ο Μόουζλι επέστρεψε και προσπάθησε να τη βιάσει, ενώ εκείνη είχε
χάσει πλέον τις αισθήσεις της. Το έγκλημα συνέβη σε χρονικό διάστημα 35 λεπτών.
Κανείς δεν κατέβηκε ποτέ να βοηθήσει, ενώ από τους συνολικά 38 αυτόπτες
μάρτυρες (που αργότερα κλήθηκαν στη δίκη) κάποιος τηλεφώνησε στην αστυνομία 10
λεπτά αφού είχαν τελειώσει όλα και η Κάθριν ήταν πλέον νεκρή. Κατά τις 4 το
πρωί ήρθε και τη μάζεψε το ασθενοφόρο κι εκείνοι που τα είχαν δει όλα πήγαν
πάλι για ύπνο. 38 φυσιολογικοί, καθημερινοί άνδρες και γυναίκες άκουγαν τις
κραυγές της Κάθριν και δεν έκαναν απολύτως τίποτα για να βοηθήσουν ή έστω να
σημάνουν συναγερμό.
Η
είδηση βγήκε στη εφημερίδες. Ο Τζόν Ντάρλεϊ από το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης
και ο Μπιμπ Λατανέ από το Πανεπιστήμιο της Κολούμπια αναρωτήθηκαν για την
παραπάνω αντίδραση. Ήταν λόγω απάθειας ή να επέδρασαν άραγε άλλες ψυχολογικές
δυνάμεις; Ίσως να σκέφτηκαν και άλλα περιστατικά, πιο απλά και καθημερινά, όπως
εκείνο όταν περπατάς στο δρόμο και κάποιος σκοντάφτει και πέφτει και κανείς δεν
προσφέρεται να τον βοηθήσει, ενώ κι εσύ συνεχίζεις το δρόμο σου. Μ’ αυτές τις
σκέψεις άρχισε η σύνθεση του πειράματος που δεν θα περιγράψουμε για να μην
κουράσουμε, αφού θέλουμε να εστιάσουμε στο αποτέλεσμα. Στο αρχικό πείραμα
συμμετείχαν ανυποψίαστοι φοιτητές, 59 γυναίκες και 13 άνδρες και αφορούσε στην
αναπαράσταση μίας κρίσης επιληψίας. Το ανυποψίαστο υποκείμενο δε μπορούσε να
δει αυτόν που πάθαινε την υποτιθέμενη κρίση γιατί βρισκόταν σε άλλο δωμάτιο (η
επικοινωνία γινόταν με μικρόφωνα), ούτε μπορούσε να δει τις αντιδράσεις των
υπολοίπων (ανύπαρκτων) ακροατών. Η επίπλαστη επιληπτική κρίση διήρκεσε 6 λεπτά.
Οι φοιτητές είχαν την ευκαιρία πρώτα να σκεφτούν κι έπειτα να πράξουν. Τελικά
μόλις το 31% ενήργησε. Το αποτέλεσμα άλλαξε δραματικά όταν τροποποιήθηκε το
μέγεθος των «ομάδων». Όταν το υποκείμενο πίστευε ότι βρισκόταν σε μία ομάδα 4 ή
και περισσοτέρων ατόμων, ήταν σχεδόν απίθανο να ζητήσει βοήθεια για λογαριασμό
του θύματος (πιθανά επικρατούσε στο μυαλό του αναποφασιστικότητα και σύγκρουση).
Το 85% όμως των υποκειμένων που πίστευαν ότι αποτελούσαν μέρος μιας δυάδας μαζί
με το θύμα, αναζήτησε βοήθεια και μάλιστα στα 3 πρώτα λεπτά της κρίσης, χρόνος
που θεωρήθηκε κρίσιμος για καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης (δηλαδή αν δεν
ενεργήσουμε μέσα στα 3 πρώτα λεπτά, το πιθανότερο είναι να μην ενεργήσουμε
καθόλου). Επειδή τα ποσοστά αντίδρασης συνδέονταν με το μέγεθος της ομάδας, οι
Ντάρλεϊ και Λατανέ ονόμασαν το φαινόμενο «διάχυση της ευθύνης». Ότι δηλαδή όσο
περισσότερα άτομα παρίστανται ως μάρτυρες σε κάποιο γεγονός, τόσο λιγότερο
υπεύθυνο αισθάνεται το κάθε μεμονωμένο άτομο. Οι Ντάρλεϊ και Λατανέ θέλησαν να
ψάξουν τι συμβαίνει όταν αυτός ο «άλλος» που χρειάζεται τη βοήθεια είμαστε
εμείς. Θα ενεργήσουμε τουλάχιστον για λογαριασμό της δικής μας σωματικής ακεραιότητας;
(η εμπειρία από την κοινωνικο-οικονομικο-πολιτικήκατάσταση στην Ελλάδα, αλλά
και τον κόσμο δείχνει όχι). Έτσι πραγματοποίησαν ένα δεύτερο πείραμα (που δεν
θ’ αναλύσουμε εδώ για τους ίδιους λόγους), το οποίο έδειξε ότι όταν η ομάδα
είναι μεγάλη και κινδυνεύει και κανείς δεν κάνει τίποτα, δεν θα αντιδράσουμε κι
εμείς. Όταν όμως είμαστε μόνοι και κινδυνεύουμε, θ’ αντιδράσουμε οπωσδήποτε.
Προτιμάμε να θέσουμε τη ζωή μας σε κίνδυνο, παρά να ενεργήσουμε αντίθετα μ’
αυτό που κάνουν όλοι. Δίνουμε, ίσως, μεγαλύτερη αξία στα κοινωνικά πρότυπα απ’
ότι στην επιβίωσή μας, αμφιταλαντευόμενοι μ’ αυτό που θεωρούμε σαν πιθανό
κίνδυνο. Έτσι, οι Ντάρλεϊ και Λατανέ επισημαίνουν ότι οι καταστάσεις έκτακτης
ανάγκης δεν είναι γεγονότα αλλά συνειδητές ερμηνείες.
Οι
Ντάρλεϊ και Λατανέ κωδικοποίησαν με τη μορφή των 5 σταδίων τη συμπεριφορά
παροχής βοήθειας:
1. Εσύ,
ο πιθανός αρωγός, πρέπει να παρατηρήσεις ότι συμβαίνει ένα γεγονός
2. Πρέπει
να ερμηνεύσεις αν το γεγονός απαιτεί τη βοήθειά σου
3. Πρέπει
να αναλάβεις προσωπική ευθύνη
4. Πρέπει
ν’ αποφασίσεις πως θα δράσεις
5. Και
τότε, πρέπει να δράσεις
Ο Άρθουρ
Μπίμαν, κοινωνικός ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο της Μοντάνα συνεργάστηκε με
συγγραφείς και παρουσίασε το 1979 σε άρθρο τους το εξής (σε ρεζουμέ) κατ’ εμέ
αυτονόητο. Αν μία ομάδα ανθρώπων επιμορφωθεί σχετικά με την ιδέα του κοινωνικού
ερεθίσματος, την άγνοια του πλήθους και το φαινόμενο του παρατηρητή, είναι κατά
κάποιον τρόπο, σαν να εμβολιάζεται για το μέλλον έναντι των συμπεριφορών αυτών.
Χάρηκα που
είχα την ευκαιρία να διαβάσω αυτό το βιβλίο της Αμερικανίδας ψυχολόγου,
δημοσιογράφου, συγγραφέως και διδάκτορος ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου της
Βοστώνης, που περιγράφει τα 10 σπουδαιότερα ψυχολογικά πειράματα του 20ου
αιώνα. Σίγουρα τα «δημοφιλή» πειράματα του Σκίνερ (με την εξαρτημένη μάθηση),
του Μίλγκραμ (με την υπακοή στην εξουσία) και του Έγκαζ-Μονίζ (με τη λοβοτομή)
προκαλούν έντονα συναισθήματα, αλλά το πείραμα των Ντάρλεϊ και Λατανέ σχετικά
με τη συμπεριφορά των αυτοπτών μαρτύρων μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση και μου’ χει
μείνει. Το βιβλίο το βρήκα διαβάζοντας μία ανάρτηση του μπλόγκερ Γελωτοποιού
που αναφερόταν σ’ αυτό, το βρήκα ενδιαφέρον κι έσπευσα (πριν το ξεχάσω) να το
αγοράσω… Ένα βιβλίο εκλαϊκευμένης επιστήμης που κατά τη γνώμη μου απευθύνεται
σ’ ένα περισσότερο εξοικειωμένο αναγνώστη, χρησιμοποιώντας εύληπτο λόγο που δε
στερείται επιστημονικής εγκυρότητας.