«Πέθανε στις τρεις τα ξημερώματα στην εντατική. Θυμάμαι τη στολή της
νοσοκόμας που ‘χε μία λαδιά στην αριστερή τσέπη και τον καφέ μου που έτρεμε
μέσα στο πλαστικό κυπελλάκι του. Η λαδωμένη στολή ξεπρόβαλλε σαν το φάντασμα,
με ύφος συμπονετικό, η καημένη κι αυτή. Έσφιξε τα χείλη της. Δεν άντεχα άλλα.
Πες το, ρε κοπέλα μου, τι μας κοιτάζεις έτσι, αφού θα το πεις. Τρία μερόνυχτα
ορθοστασία με το νεροζούμι στο χέρι, ούτε ζάχαρη, ούτε γάλα. Είχε έρθει η
στιγμή. Βούιζε το κεφάλι μου, η καρδιά μου, άντε, πες το. Μας έκανε με τα χέρια
της μία κίνηση σαν τέλος, σαν κάτι να κόβεται, το ένα χέρι αριστερά, το άλλο
δεξιά και είπε χαμηλόφωνα «Τελείωσε». Άφησα το κυπελλάκι απ’ τα χέρια μου και
δεν το κοίταξα καθόλου. Μόνο που βράχηκαν οι αστράγαλοί μου. Η Βάσω έκανε ωχ.
Από τα έγκατα της γης.
Στο νεκροτομείο δε μπόρεσα να μπω. Δεν ήθελα να τον δω πεθαμένο.
Προσπάθησα μια δυο φορές, αλλά έφυγα τρέχοντας, δεν το άντεχα, έτρεχα πέρα
μακριά, χανόμουν στους διαδρόμους κι έβαζα και τα χέρια μου στ’ αυτιά μου, για
να μην ακούω, ποιός ξέρει τι. Εγώ ήθελα να του μιλήσω και να μου μιλήσει. Να
‘ναι το χέρι του ζεστό να το πιάσω. Ήθελα να πούμε αστεία, ήθελα να μου
σχολιάσει όλους αυτούς που μπαινοβγαίνανε εκείνες τις μέρες, που όλοι νόμιζαν
ότι κάτι ξέρουν για το θάνατο, όλοι είχανε κάτι να πούνε, όλοι ξέρανε να
δώσουνε κουράγιο ο ένας στον άλλο, όλοι μου χτύπησαν την πλάτη με συμπόνια,
όλοι είχανε από μία ιστορία να διηγηθούν γι’ αυτόν, πάρτε, ρε , τα βρωμόχερά
σας από πάνω μου, όλοι είχανε τον τρόπο να επιβεβαιώσουν για άλλη μια φορά την
ύπαρξή τους, μόνο η Βασούλα πόναγε στ’ αλήθεια, όλους τελικά τους καύλωνε ο
θάνατος, μόνο αυτή πάλευε να χαμογελάσει, επιτέλους κάτι κουνιόταν μέσα τους κι
αυτό θέλανε να το πούνε, να το δείξουνε, ο φριχτός εγωισμός του ανύπαρκτου,
αυτοί ήταν οι ανύπαρκτοι και όχι αυτός που πέθανε. Οι κλαμένες ψυχές τους
σερνόντουσαν στους διαδρόμους του νοσοκομείου, τα κακόγουστα παπούτσια τους. Τα
λογύδρια του καθένα, τα αποφθέγματα, με τα χέρια δεμένα στην πλάτη και το ύφος
του παντογνώστη. Επιτέλους είχε ένα νόημα η ύπαρξή τους, δεν ήταν πια ο
μπακάλης ή ο μανάβης ή ο φαρμακοποιός ή ο γιατρός ή απλώς και μόνο ο
καριολόπουστας. ήταν γνωστοί του νεκρού, συγγενείς του, φίλοι του, ήταν κάτι
επιτέλους. Ο προβολέας επάνω τους. Τίγκα στο φως. Αλλά για πόσο; Μέχρι να τον
θάψουμε, μέχρι να του πετάξουμε από ένα λουλούδι ή λίγο χώμα, άντε μέχρι να
πιούμε κι έναν τούρκικο, και μετά πάλι πίσω, πίσω γρήγορα, ουστ, πίσω στα
παιδιά σας που το βράδυ αργούνε κι εσείς τρέμετε από το άγχος, κακάσχημε
Παπαχρήστο, πίσω στα σπίτια σας, στα χαλασμένα υδραυλικά, στα μπλέντερ, στις
φιλότιμες προσπάθειες, φιλάκια, σας φιλώ, φιλάκια, να κάνουμε και καμιά γενική
αίματος πού και πού, άντε στα σπιτάκια σας τώρα, η θετική ενέργεια σας μάρανε,
εγώ δεν πρόκειται να ξεκολλήσω τη μούρη μου από το πάτωμα, φύγετε, πες του
Αντωνάκη σου να πάρει τα κουλά του από πάνω μου, φιλάκια λέω, μ’ αρέσει ρε
χριστιανή μου να σέρνομαι στο πλακάκι του νοσοκομείου, μ’ αρέσει, θα το γλύψω
κιόλας, άντε για ύπνο τώρα, ουστ κάτω από το ζεστό πάπλωμα, να τρίψετε τις
πατούσες σας τη μία με την άλλη, να φτύσετε στον κόρφο σας, να χτυπήστε τα ξύλα
σας, να ζήσετε πολλά χρόνια και να τον θυμάστε, αγκαλιά με πορίσματα για το
θάνατο και τη ζωή, με φιλοσοφίες του κώλου, μόνο και μόνο για λίγη ησυχία, για
λίγη ανακούφιση από την «πουτάνα» τη ζωή, που παύει να είναι πουτάνα μόλις
κάποιος πεθάνει, μόνο τότε, μόνο εκείνη τη στιγμή που σε πιάνει η ψυχή σου, όχι
επειδή κάτι έχασες, αλλά επειδή στο τσακ τη γλίτωσες εσύ.
Να βουτήξεις κι εσύ μέσα στον τάφο, να τραβήξεις έξω το πτώμα, να το
πλακώσεις στα φιλιά, στα χαστούκια, στα χάδια, μπας και ξυπνήσει, να
ουρλιάξεις, να σιωπήσεις, να κλάψεις, να κρατηθείς να μην κλάψεις, όλα μάτια.
Και κατεβαίνει το φέρετρο. Ρίξε άγκυρα, καραβάκι μου. Γκουπ. Αναρωτιόμουν αν ο
παπάς έχει μεγάλη ψωλή, προσπαθούσα να καταλάβω αν είναι αδερφή, κοίταζα τη
Μαρουσώ αν της φαινόταν ο καρκίνος, ο Γιωργάκης ήταν ολόιδιος ο πατέρας του, τα
αδέρφια, τα ξαδέρφια, όλοι βγαλμένοι απ’ το ίδιο καλούπι, φοβερό, σαν όμως να
τους έφτιαχνε ερασιτέχνης θεός, αυτοδίδακτος, που του στραβοχύθηκαν και είπε,
δε βαριέσαι. Γίδια, ασχημόσογο, μόνο αυτός τους ξέφυγε.
Ήταν μια σοβαρή κηδεία, παγωμένη, απλή, δε λιποθύμησε κανείς και η
μανούλα του κρατήθηκε με πού κόπο και κουράγιο, χωρίς να κλάψει καθόλου, μόνο
κάποια στιγμή ψιθύρισε ένα «αγάπη μου», σκέτο, έτσι όπως του άξιζε να είναι,
μόνο μία λέξη, αυτό είναι η αγάπη, όπως και ο θάνατος, όπως και η ζωή, και όλες
οι προσπάθειες για να τους δώσεις νόημα είναι κινήσεις απελπισίας, του ναυαγού
οι χαιρετούρες, κάτι μπράτσα που κουνιούνται πάνω κάτω, κάτι στόματα που
ανοιγοκλείνουν και λένε συνήθως μαλακίες, κάτι σώματα που παλεύουν να μπουν το
ένα μέσα στο άλλο, κάτι φωνές, μια άχρηστη βαβούρα, που πάντα καταλήγει στο
νεκροταφείο, και αναγκάζεται επιτέλους να το βουλώσει, να σκάσει και να
καρφώσει τα μάτια στο κενό, να πάψει να ακούει τον εαυτό της και να ακούσει το
χραπ από το φτυάρι και το χραπ από το χώμα που σκάει πάνω στην κάσα, σαν μια
τελευταία μούντζα πάνω στον άνθρωπο, παρ’ τα. Μου ‘θελες και περιπέτειες.
Μετά την κηδεία έπρεπε εγώ να πάω στο νοσοκομείο να πάρω τα πράγματά του.
Τις πιτζάμες του, τα βιβλία του. Δεν είχε και πολλά. Τα γυαλιά του, κάτι
παντόφλες που δε φόρεσε ποτέ, αφού δε σηκώθηκε από το κρεβάτι του. Την πράσινη
οδοντόβουρτσα. Ω ρε Χριστέ μου! Τα ‘βαλα όλα σε μία σακούλα και γύρισα σπίτι
μου. Ήθελα να τον πάρω τηλέφωνο, ήθελα να του πω για τη κηδεία του, ήθελα πολλά
να του πω. Αν θα βγαίναμε καμιά βόλτα το βράδυ, αν είχε όρεξη, δεν ξέρω. Πιο
πολύ απ’ όλα ήθελα να τον ξαναδώ. Και είχα μπροστά μου αυτή τη τη σακούλα.
Καφέ, με σκούρα γράμματα, σαν σκατά ήτανε. Θα τα φυλάξω όλα.
Χτύπησε το τηλέφωνο. Ο Παντελής, συλλυπητήρια. Τώρα το ‘μαθα. Ναι, ρε
Παντελή. Εντάξει. Ξέρεις, μου λέει, τον συνάντησα τυχαία πριν από λίγες μέρες,
απίστευτό είναι, φαινόταν μια χαρά. Είπαμε και για σένα. Εκεί, Βουκουρεστίου,
έξω από το Μπραζίλιαν. Απίστευτό. Δεν υπάρχει τίποτα απίστευτο τελικά, ρε
Παντελή, το λες και το ξαναλές. Τι το λες και το ξαναλές.»
Λένα Κιτσοπούλου, Νυχτερίδες
(διηγήματα)