Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

Δομιτίλα Γιάρα


 Χρόνια αργότερα πέθανε η Δομιτίλα Γιάρα, η εκκλησάρισσα που ζούσε απέναντι από την τσιτσερία της Ανχέλικα Μερσέδες, η Δομιτίλα Γιάρα, η πιστή που κυκλοφορούσε πάντα μαυροντυμένη με το πρόσωπο καλυμμένο με βέλο και σκούρες νάιλον κάλτσες, η μοναδική θρήσκα που γεννήθηκε στη συνοικία. Περνούσε η Δομιτίλα Γιάρα και οι Μανγκατσέροι, γονατιστοί, της ζητούσαν την ευλογία της: εκείνη μουρμούριζε μερικές προσευχές, τους σταύρωνε στο μέτωπο. Είχε μία εικόνα της Παρθένου τυλιγμένη με σελοφάν, με ροζ, γαλάζιες και κίτρινες κορδέλες που ήταν σαν κόμη. Από την εικόνα κρέμονταν κάτι λουλούδια από σύρμα και σερπαντίνες και, κάτω από την πληγωμένη καρδιά του Ιησού, έβλεπες μία προσευχή γραμμένη στο χέρι, φυλακισμένη σε μία τενεκεδένια κορνιζούλα. Η εικόνα λικνιζόταν στην κορυφή ενός σκουπόξυλου και η Δομιτίλα Γιάρα την κουβαλούσε πάντα μαζί της, υψωμένη, σαν λάβαρο. Όπου υπήρχαν γέννες, θάνατοι, αρρώστιες, συμφορές, έσπευδε η θρήσκα με την εικόνα και τις προσευχές της. Από τα ρυτιδιασμένα δάχτυλά της κρέμονταν ως το πάτωμα ένα ροζάριο με χάντρες τεράστιες, σαν κατσαρίδες. Έλεγαν ότι η Δομιτίλα Γιάρα είχε κάνει θαύματα, ότι μιλούσε με αγίους και, τις νύχτες, μαστιγωνόταν. Ήταν φίλη του πατέρα Γκαρσία και πολλές φορές έκαναν μαζί περίπατο, αργοκίνητοι και σκυθρωποί, στην πλατειούλα Μερίνο και στη λεωφόρο Σάντσες Σέρο. Ο πατήρ Γκαρσία ήρθε στην αγρύπνια της θρήσκας. Δεν κατάφερνε να μπει, με σκουντιές παραμέριζε τους Μανγκατσέρους που ήταν συνωστισμένοι μπροστά στην παράγκα, και ήδη μουρμούριζε όταν κατάφερε να φτάσει στο κατώφλι. Είδε τότε τα μέλη της ορχήστρας να παίζουν θλιμμένα πλάι στη νεκρή. Έχασε το μυαλό του: τρύπησε το τύμπανο του Μπόλας με μία κλοτσιά και θέλησε να σπάσει την άρπα και να ξεριζώσει τις χορδές της κιθάρας, και, εν τω μεταξύ, στον δον Ανσέλμο, «βδέλυγμα της Πιούρα», «αμαρτωλέ», «δρόμο από δω». «Μα, πάτερ», ψέλλιζε ο αρπιστής, «παίζαμε προς τιμήν της», και ο πατήρ Γκαρσία «βεβηλώνετε ένα αγνό σπίτι», «αφήστε ήσυχη τη νεκρή». Και οι Μανγκατσέροι τελικά ξεσηκώθηκαν, δεν ήταν σωστό, πρόσβαλλε κατάμουτρα το γέρο, δεν το επέτρεπαν. Και τελικά μπήκαν οι ανίκητοι, σήκωσαν τον πατέρα Γκαρσία στα χέρια και οι γυναίκες αμαρτία, αμαρτία, όλοι οι Μανγκατσέροι θα καίγονταν στο πυρ το εξώτερο. Τον πήγαν μέχρι τη λεωφόρο, καθώς αυτός χτυπιόταν στον αέρα σαν ταραντούλα, και τα πιτσιρίκια φώναζαν «εμπρηστή, εμπρηστή, εμπρηστή». Ο πατήρ Γκαρσία δεν ξαναπάτησε το πόδι του στη Μανγκατσερία και, από τότε, αναφέρει από τον άμβωνα τους Μανγκατσέρους ως παραδείγματα προς αποφυγήν.

Μάριο Βάργκας Λιόσα
Το Πράσινο Σπίτι

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου