Τι εννοεί ο ποιητής; Ίσως ο Καββαδίας να το εννοούσε κυριολεκτικά. Ότι θεωρητικά γύρισε όλο τον κόσμο, αλλά πρακτικά έβλεπε αυτό το μικρό μόνο τμήμα των πόλεων του κόσμου, το λιμάνι. Ίσως και να το εννοούσε μεταφορικά. Από την πλευρά της νοητικής και ψυχικής κατανόησης των τόπων και των ανθρώπων. Ίσως και κάτι άλλο που δεν το πιάνω.
Μπαίνουμε
στις Νυμφές και στρίβουμε δεξιά για το Ασκηταριό. Ανεβαίνουμε την απότομη
τσιμεντένια ανηφόρα και συναντάμε δύο ανθρώπους γύρω στα τριάντα (έναν άντρα
και μία γυναίκα) που τυχαίνει να είναι Γερμανοί, με τη γνωστή περιπατητική
αμφίεση. Παπούτσια trekking, βερμούδα trekking, μπλούζα trekking, καπελάκι trekking. Πλησιάζουμε στο Ασκηταριό και σκέφτομαι ότι θα «μας τη σπάσουν». Ότι θα
τους έχουμε μπάστακες και δεν θα μπορέσουμε ν’ απολαύσουμε την ομορφιά.
«Ευτυχώς», σε πέντε λεπτά είχαν φύγει. Έριξαν μια ματιά στο λουτρουβιό,
διάβασαν τα σχετικά σ’ ένα βιβλίο που κρατούσαν κι έφυγαν. Griechischen Corfioten Loutrouvichten check√! Ήρθαν από την άλλη άκρη του κόσμου, σ’ ένα χωριό
που χρονολογείται από τα κλασικά ελληνιστικά χρόνια, σε μία τοποθεσία που
υπάρχει ένα από τα μεγαλύτερα παλιά ελαιοτριβεία της Βόρειας Κέρκυρας, που
σώζεται σε αρκετά καλή κατάσταση τόσο το κτίριο, όσο και τα μηχανήματα της
εποχής κι έφυγαν μέσα σε πέντε λεπτά. Αν καθόντουσαν λίγο παραπάνω θα έβλεπαν
ότι το ελαιοτριβείο είχε με μία πλευρά κοινή με το διπλανό 3όροφο κτίριο, που
ενδεχομένως ήταν η κατοικία των μοναχών. Με τον κεκλιμένο εξωτερικό τοίχο στο
ισόγειο (πλάτους πάνω από ένα μέτρο στη βάση του), χαρακτηριστικό των ψηλών
κτιρίων σε κεκλιμένο έδαφος (και όχι μόνο), μηχανική – κατασκευαστική
πρωτοπορία της εποχής της ενετοκρατίας (σε σύγκριση με τον προγενέστερο
κατακόρυφο μεσαιωνικό τρόπο κατασκευής των τοίχων) για μεγαλύτερη στατική
επάρκεια και άρα ασφάλεια. Αν έμπαιναν μέσα θα έβλεπαν τα «λιωμένα» από την
πολλή χρήση πέτρινα σκαλιά, τα σκοροφαγωμένα λιγοστά έπιπλα που έχουν επιζήσει
και δεν θα μπορούσαν να έχουν την ίδια χρήση σήμερα, όπως το «ειδικό» τραπεζάκι
με την υποδοχή για την τοποθέτηση της λεκάνης που ένιβαν τα χέρια και τα
πρόσωπα. Θα αγχωνόντουσαν, ίσως, με το μικροσκοπικό και νομίζω σπάνιο δωματιάκι
– αποχωρητήριο μέσα στο κτίριο. Με μία υποτυπώδη ξύλινη «λεκάνη» (τρεις σανίδες
σε σχήμα «π») και μία τρύπα στη μέση που χάνεται το φως όπως στα βαθιά πηγάδια
μέσα στη γη. Αν έριχναν μια ματιά στην παρακείμενη εκκλησία (της ίδιας εποχής
νομίζω), θα παρατηρούσαν τη βαριά ξύλινη σκαλισμένη πόρτα, κλειστή, με την τεράστια
κλειδαριά που το κλειδί θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον 10 εκατοστά για να μπεί
εκεί μέσα και τις φάλτσες καμπάνες εξαιτίας της διάβρωσης του μετάλλου τους. Αν
έφθαναν λίγο παρακάτω, στα 15
μέτρα , θα τους ανατρίχιαζε η μικρή, λαξευμένη στο βράχο
σπηλιά, όπου ένας (κάθε φορά) μοναχός προσευχόταν. Ακριβώς δίπλα θα έβλεπαν το
μικρό αρδευτικό έργο που είχαν κατασκευάσει οι μοναχοί προφανώς για να ποτίζουν
τα κηπευτικά ή/και τα ζώα τους. Τη μικρή υπόγεια στοά (ύψους περίπου 40 εκατοστών ) που
χανόταν μέσα στο βράχο, τη μικρή δεξαμενή και το κανάλι που οδηγούσε το νερό
στο επιθυμητό σημείο. Τους αλπικούς τρίτωνες που απαντώνται και στην Κέρκυρα
και πλατσούριζουν στα νερά προσπαθώντας να εξασφαλίσουν την τροφή τους. Αν
έκαναν τον εξτρεμισμό και κατέβαιναν το μονοπάτι, στα 500-700 μέτρα θα συναντούσαν
το ρέμα που δεν έχει στερέψει λόγω καλοκαιριού και τη μικρή, αλλά αρκετά βαθιά
(γύρω στο ενάμιση μέτρο) λίμνη, που σχηματίζεται σ’ εκείνο το σημείο,
κατακάθαρη, γεμάτη ψαράκια και καβούρια του γλυκού νερού. Θα καθόντουσαν εκεί
όσο χρειαζόντουσαν για να ρεμβάσουν, ν’ αδειάσουν και να μην ξαναχρειαστούν
διακοπές για πολύ καιρό ακόμα. Ας ελπίσουμε ότι τουλάχιστον τα διάβασαν στο
βιβλίο.